- κατευωχοῦμαι
- κατευωχέομαιfeast and make merry onpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατευωχούμαι — κατευωχούμαι, έομαι (Α) (επιτ. τ. τού ευωχούμαι) 1. συμμετέχω σε ευωχία, ευθυμώ, διασκεδάζω («οἶνον δὲ γινόμενον ταχὺ ἀναλίσκουσι κατευωχούμενοι μετὰ τῶν συγγενῶν», Στράβ.) 2. μτγν. ενεργ. κατευωχῶ, έω παρέχω ευωχία, φιλεύω κάποιον, ψυχαγωγώ… … Dictionary of Greek